- κάσσον
- κάσσοςthick garmentmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάσσον — (I) κάσσον και κάσον, τὸ (AM) μσν. το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο αρχ. χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους]. (II) κάσσον, τὸ… … Dictionary of Greek
κάσσος — (I) κάσσος και κάσος, ὁ (Μ) κάσσον*(Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κασᾶς]. (II) κάσσος, τὸ (Μ) κάσσον*(ΙΙ), περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»] … Dictionary of Greek